- συμπιλητικός
- -ή, -όν, ΜΑ [συμπιλῶ]επιτήδειος ή κατάλληλος για σύνθλιψη ή κλείσιμο («τὸ δὲ ψυχρὸν παχυμερέστερον καὶ συμπιλατικὸν πόρων ἐστί», Τιμ. Λοκρ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συμπιλητικήν — συμπιλητικός apt to compress fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)